στείρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στείρος | η | στείρα | το | στείρο |
γενική | του | στείρου | της | στείρας | του | στείρου |
αιτιατική | τον | στείρο | τη | στείρα | το | στείρο |
κλητική | στείρε | στείρα | στείρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στείροι | οι | στείρες | τα | στείρα |
γενική | των | στείρων | των | στείρων | των | στείρων |
αιτιατική | τους | στείρους | τις | στείρες | τα | στείρα |
κλητική | στείροι | στείρες | στείρα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στείρος < αρχαία ελληνική στεῖρος (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stérile)
Επίθετο[επεξεργασία]
στείρος, -α, -ο
- που στερείται την ικανότητα να τεκνοποιήσει
- (μεταφορικά) που δε δημιουργεί, δε βρίσκει λύσεις, δεν έχει ή δε φέρει αποτέλεσμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στείρος αρσενικό (θηλυκό: στείρα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)