στεατίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεατίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτός λίθος, μαλακός, χωρίς πόρους, που μπορεί κανείς εύκολα να επεξεργαστεί και μπορεί να δώσει λείες επιφάνειες. Το χρώμα του είναι άσπρο, ανοιχτό πράσινο ή γκρίζο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στεατίτης στη Βικιπαίδεια