στεγνωτήριο
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στεγνωτήρι
ο
τα
στεγνωτήρι
α
γενική
του
στεγνωτηρί
ου
&
στεγνωτήρι
ου
των
στεγνωτηρί
ων
αιτιατική
το
στεγνωτήρι
ο
τα
στεγνωτήρι
α
κλητική
στεγνωτήρι
ο
στεγνωτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
στεγνωτήρια
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
στεγνωτήριο
<
στεγνώνω
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
στεγνωτήριο
ουδέτερο
συσκευή
που επιτρέπει το
στέγνωμα
των
ρούχων
περνώντας μέσα τους
θερμό
αέρα
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
στεγνωτήριο
αγγλικά
:
dryer
(en)
γαλλικά
:
sèche-linge
(fr)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες