στεινωπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεινωπός < ιωνικός τύπος της λέξης στενωπός
Δείτε επίσης: στενωπός