στεντόρειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεντόρειος < Στέντωρ, ομηρικός ήρωας ονομαστός για την δυνατή φωνή του
Επίθετο[επεξεργασία]
στεντόρειος, -α, -ο
- που έχει δυνατή φωνή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στεντόρειος
|