στεντόρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεντόρειος η στεντόρεια το στεντόρειο
      γενική του στεντόρειου της στεντόρειας του στεντόρειου
    αιτιατική τον στεντόρειο τη στεντόρεια το στεντόρειο
     κλητική στεντόρειε στεντόρεια στεντόρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεντόρειοι οι στεντόρειες τα στεντόρεια
      γενική των στεντόρειων των στεντόρειων των στεντόρειων
    αιτιατική τους στεντόρειους τις στεντόρειες τα στεντόρεια
     κλητική στεντόρειοι στεντόρειες στεντόρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεντόρειος < Στέντωρ, ομηρικός ήρωας ονομαστός για την δυνατή φωνή του

Επίθετο[επεξεργασία]

στεντόρειος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]