στεφανώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεφανώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεφανῶ, συνηρημένος τύπος του στεφανόω (περικυκλώνω, τοποθετώ στεφάνι) + -ώνω < στεφάνη

Ρήμα[επεξεργασία]

στεφανώνω, αόρ.: στεφάνωσα, παθ.φωνή: στεφανώνομαι, π.αόρ.: στεφανώθηκα, μτχ.π.π.: στεφανωμένος

  1. φοράω στεφάνι σε κάποιον
  2. (ειδικότερα) παντρεύω
    Τους στεφάνωσα σε μιαν εκκλησιά όξου απ' την Αθήνα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]