στιβαρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιβαρός η στιβαρή το στιβαρό
      γενική του στιβαρού της στιβαρής του στιβαρού
    αιτιατική τον στιβαρό τη στιβαρή το στιβαρό
     κλητική στιβαρέ στιβαρή στιβαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιβαροί οι στιβαρές τα στιβαρά
      γενική των στιβαρών των στιβαρών των στιβαρών
    αιτιατική τους στιβαρούς τις στιβαρές τα στιβαρά
     κλητική στιβαροί στιβαρές στιβαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιβαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στιβαρός[1][2] < θέμα στιβ- του στείβω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sti.vaˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στι‐βα‐ρός

Επίθετο[επεξεργασία]

στιβαρός

  1. ρωμαλέος, δυνατός
    στιβαρά χέρια
  2. δυνατός και ανθεκτικός, αυτός που αντέχει την καταπόνηση
    στιβαρή εξουσία

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη στείβω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
στῐβᾰρο-
ονομαστική στιβαρός στιβαρᾱ́ τὸ στιβαρόν
      γενική τοῦ στιβαροῦ τῆς στιβαρᾶς τοῦ στιβαροῦ
      δοτική τῷ στιβαρ τῇ στιβαρ τῷ στιβαρ
    αιτιατική τὸν στιβαρόν τὴν στιβαρᾱ́ν τὸ στιβαρόν
     κλητική ! στιβαρέ στιβαρᾱ́ στιβαρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στιβαροί αἱ στιβαραί τὰ στιβαρᾰ́
      γενική τῶν στιβαρῶν τῶν στιβαρῶν τῶν στιβαρῶν
      δοτική τοῖς στιβαροῖς ταῖς στιβαραῖς τοῖς στιβαροῖς
    αιτιατική τοὺς στιβαρούς τὰς στιβαρᾱ́ς τὰ στιβαρᾰ́
     κλητική ! στιβαροί στιβαραί στιβαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στιβαρώ τὼ στιβαρᾱ́ τὼ στιβαρώ
      γεν-δοτ τοῖν στιβαροῖν τοῖν στιβαραῖν τοῖν στιβαροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιβαρός < μεταπτωτικό θέμα στιβ- του στείβω + -αρός

Επίθετο[επεξεργασία]

στῐβᾰρός, -ά, -όνΠρότυπο:παραθετικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη στείβω

Πηγές[επεξεργασία]