στιγμόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιγμόμετρο | τα | στιγμόμετρα |
γενική | του | στιγμόμετρου & στιγμομέτρου |
των | στιγμόμετρων & στιγμομέτρων |
αιτιατική | το | στιγμόμετρο | τα | στιγμόμετρα |
κλητική | στιγμόμετρο | στιγμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιγμόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιγμόμετρο ουδέτερο
- (τυπογραφία) όργανο που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία, έχει τη μορφή χάρακα και περιέχει υποδιαιρέσεις για στιγμές και χιλιοστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιγμόμετρο
|