στικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στικ < αγγλική stick
Αποσμητικό στικ.
Στικ αποθήκευσης δεδομένων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στικ ουδέτερο άκλιτο

  1. προϊόν που κυκλοφορεί σε συσκευασία κυλίνδρου
    αποσμητικό στικ, ενυδατικό στικ χειλιών, κόλλα στικ, διορθωτικό στικ
  2. ράβδος, επίμηκες λεπτό κομμάτι
    διακοσμητικό στικ βάφτισης, μεταλλικό στικ, τηγανητά στικ μελιτζάνας
  3. (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών
     συνώνυμα:: στικάκι, φλασάκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]