στιμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιμάρω < μεσαιωνική ελληνική στιμάρω < ιταλική stimare < λατινική aestimare, απαρέμφατο ενεστώτα του aestimo < aes
Ρήμα[επεξεργασία]
στιμάρω
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) προσδιορίζω την αξία, εκτιμώ, αξιολογώ
- Ο αγροφύλακας θα στιμάρει τη ζημιά που έκαναν τα ξένα ζώα στο χωράφι μου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)