στιχουργική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιχουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στιχουργικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sti.xuɾ.ʝiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐γουρ‐γι‐κή
- ομόηχο: στιχουργικοί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιχουργική θηλυκό
- η τέχνη του στιχουργού καθώς και οι κανόνες σύνθεσης στίχων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στιχουργική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στιχουργικός