στοιχειοθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
στοιχειοθετώ
- συγκεντρώνω και τοποθετώ στη σειρά τυπογραφικά στοιχεία με το χέρι
- Όμως εκείνος στέκεται μπρος στην κάσα και στοιχειοθετεί, σα να μη μας ακούει. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- δημιουργώ τυπογραφική αράδα με τη χρήση λινοτυπικής μηχανής
- δημιουργώ, σχηματίζω ή έχω τις προϋποθέσεις για να υποστηρίξω, να θεμελιώσω μία κατάσταση, μία έννοια, ένα γεγονός
- μόνο με αυτά τα στοιχεία δε στοιχειοθετείται έγκλημα, αλλά απλό αδίκημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοιχειοθετώ
|