στολίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στολίδι τα στολίδια
      γενική του στολιδιού των στολιδιών
    αιτιατική το στολίδι τα στολίδια
     κλητική στολίδι στολίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στολίδι < στολ(ίζω) + -ίδι. Διαφορετικό στην ελληνιστική κοινή στολίδιον (κοντός χιτώνας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stoˈli.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στο‐λί‐δι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στολίδι ουδέτερο

  1. ό,τι στολίζει / ομορφαίνει κάποιον ή κάτι
    → δείτε και τη λέξη διακοσημτικό
  2. (ειδικότερα) κόσμημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]