στοματάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοματάς αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματάς
|
στοματάς αρσενικό
|