στοματολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοματολογία οι στοματολογίες
      γενική της στοματολογίας των στοματολογιών
    αιτιατική τη στοματολογία τις στοματολογίες
     κλητική στοματολογία στοματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stomatologie < αρχαία ελληνική (στόμα) στoματ-(ος) + -ο- + -λογία [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sto.ma.to.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στο‐μα‐το‐λο‐γία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοματολογία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]