στοματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stomatologie < αρχαία ελληνική (στόμα) στoματ-(ος) + -ο- + -λογία [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sto.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐μα‐το‐λο‐γία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοματολογία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των οργάνων που βρίσκονται στη στοματική κοιλότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματολογία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στοματολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)