στοματορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματορραγία < στόματ(ος) + -ο- + -ρραγία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοματορραγία θηλυκό
- απώλεια αίματος (αιμορραγία) από το στόμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματορραγία
|