στομαχιάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στομαχιάρικος η στομαχιάρικη το στομαχιάρικο
      γενική του στομαχιάρικου της στομαχιάρικης του στομαχιάρικου
    αιτιατική τον στομαχιάρικο τη στομαχιάρικη το στομαχιάρικο
     κλητική στομαχιάρικε στομαχιάρικη στομαχιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στομαχιάρικοι οι στομαχιάρικες τα στομαχιάρικα
      γενική των στομαχιάρικων των στομαχιάρικων των στομαχιάρικων
    αιτιατική τους στομαχιάρικους τις στομαχιάρικες τα στομαχιάρικα
     κλητική στομαχιάρικοι στομαχιάρικες στομαχιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στομαχιάρικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

στομαχιάρικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]