στουπί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στουπί | τα | στουπιά |
γενική | του | στουπιού | των | στουπιών |
αιτιατική | το | στουπί | τα | στουπιά |
κλητική | στουπί | στουπιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στουπί < μεσαιωνική ελληνική στουπί < (ελληνιστική κοινή) στουππίον < αρχαία ελληνική στυππεῖον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stuˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στου‐πί
- τονικά παρώνυμα: στούπα, Στούπα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στουπί ουδέτερο
- μάζα από ίνες βαμβακιού, λιναριού κλπ.·που χρησιμοποιείται κυρίως στον καθαρισμό από λιπαρές ουσίες {*}
- κομμάτι ύφασμα ποτισμένο με εύφλεκτο υγρό που χρησιμοποιείται για την πυροδότηση εμπρηστικών μηχανισμών
- (οικείο) μεθυσμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στουπί
→ δείτε τη λέξη μεθυσμένος |