στουρνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στουρνάρι | τα | στουρνάρια |
γενική | του | στουρναριού | των | στουρναριών |
αιτιατική | το | στουρνάρι | τα | στουρνάρια |
κλητική | στουρνάρι | στουρνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στουρνάρι < αρωμουνική sturnare[1] (πυρίτης λίθος,[2] πυριτόλιθος), συγγενές με (αλβανικά) strall (ή < *στορυνάριον ελληνιστική κοινή στορύνη[1] [3])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στουρνάρι ουδέτερο
- πέτρα σκληρή και αιχμηρή
- → δείτε τις λέξεις πυρόλιθος και πυρίτης λίθος, στουρναρόπετρα, τσακμακόπετρα
- (μεταφορικά) άνθρωπος δύσπιστος και πεισματάρης
- ※ Της μάνας σου, που ’ναι άπιαστη, που ’ναι στουρνάρι η γνώμη
- Όμηρος Ιλιάδα, 5 (Ε) μετάφραση: Αλέξανρος Πάλλης (Παρίσι: 1904, εκδόσεις Chaponet) στίχος 892. Μιλάει ο Δίας στον Άρη.
- ※ Της μάνας σου, που ’ναι άπιαστη, που ’ναι στουρνάρι η γνώμη
- (μεταφορικά) κακός και ξεροκέφαλος μαθητής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιχμηρή πέτρα
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 512, λήμμα στουρνάρε.
- ↑ στουρνάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Όμηρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)