στο άψε σβήσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στο άψε σβήσε → δείτε τη λέξη στο, άψε, προστακτική του λαϊκότροπου ρήματος άφτω (ανάβω) & σβήσε, προστακτική του σβήνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sto ˈapse ˈzvise/

Έκφραση[επεξεργασία]

στο άψε σβήσε

Συνώνυμα[επεξεργασία]

εκφράσεις για τις λέξεις αμέσως, αυτοστιγμεί

δείτε επίσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]