στο άψε σβήσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στο άψε σβήσε → δείτε τη λέξη στο, άψε, προστακτική του λαϊκότροπου ρήματος άφτω (ανάβω) & σβήσε, προστακτική του σβήνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sto ˈapse ˈzvise/
Έκφραση[επεξεργασία]
στο άψε σβήσε
- σε πολύ μικρό χρόνο, πολύ γρήγορα, αμέσως, αυτοστιγμεί, αστραπιαία
- ↪ Όλα έγιναν στο άψε σβήσε.
- ↪ Έλυνε πάντα τις δύσκολες ασκήσεις στο άψε σβήσε'.
- άλλες μορφές: άψε σβήσε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
εκφράσεις για τις λέξεις αμέσως, αυτοστιγμεί
- όσο να πεις κύμινο, ώσπου να πεις κύμινο
- όσο να πεις κρεμμύδι, ώσπου να πεις κρεμμύδι
- πατ κιουτ
- σε χρόνο ντε τε
- στο πι και φι
- στο πιτς φιτίλι / πιτς φιτίλι
- τσακ μπαμ
δείτε επίσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορική έκφραση για το πολύ γρήγορα
Πηγές[επεξεργασία]
- άψε σβήσε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άψε σβήσε - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)