στρίγκλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρίγκλα οι στρίγκλες
      γενική της στρίγκλας των στριγκλών
    αιτιατική τη στρίγκλα τις στρίγκλες
     κλητική στρίγκλα στρίγκλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρίγκλα < μεσαιωνική ελληνική στρίγκλα / στρίγλα < λατινική striga < strix < ελληνιστική κοινή στρίξ (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstɾiŋɟla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρί‐γκλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρίγκλα θηλυκό (αρσενικό: στρίγκλος)

  1. (λαογραφία) είδος ξωτικού ή δαιμονίου με τη μορφή άσχημης γριάς μάγισσας που με μαγείες κάνει κακό
  2. κακιά γριά μάγισσα
  3. (μεταφορικά) γυναίκα με πολύ άσχημο χαρακτήρα, κακιά, δύστροπη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]