στραγγαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραγγαλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στραγγαλίζω < στραγγάλη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾaŋ.ɡaˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγ‐γα‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραγγαλίζω, αόρ.: στραγγάλισα, παθ.φωνή: στραγγαλίζομαι, π.αόρ.: στραγγαλίστηκα, μτχ.π.π.: στραγγαλισμένος}

  1. σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο, μέχρι να θανατωθεί
  2. (μεταφορικά) δεν αφήνω κάτι να εμφανιστεί ή να αναπτυχθεί, το καταπνίγω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραγγαλίζω < αρχαία ελληνική στραγγάλ(η) (σκοινί αγχόνης) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραγγαλίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις στραγγάλη και στράγξ

Πηγές[επεξεργασία]