στραγγαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στραγγαλιστής < στραγγαλίζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραγγαλιστής αρσενικό (θηλυκό: στραγγαλίστρια)
- αυτός που στραγγαλίζει ή στραγγάλισε κάποιον