στρατωνίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατωνίζομαι < στρατωνίζω < στρατών.
Ρήμα[επεξεργασία]
στρατωνίζομαι
- Καταυλίζομαι, καταλύω κάπου (για στρατιώτες).
- Η 7η μεραρχία στρατωνίζεται στο παλιό εργοστάσιο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατωνίζομαι
|