στρατωνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατωνισμός < στρατωνίζω < στρατών.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρατωνισμός αρσενικό
- Ο καταυλισμός των στρατιωτών. Η τοποθέτηση στρατιωτών σε καταλύματα.
- Ο στρατωνισμός τους θα γίνει σε δύο στρατόπεδα του Χαϊδαρίου.
- Το σύνολο των κτιρίων του στρατώνα ή γενικότερα το σύνολο των καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται από τους στρατιώτες σε ένα μέρος.
- "Οι εγκαταστάσεις του στρατωνισμού είναι άριστες" είπε ο διοικητής στην αναφορά του.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατωνισμός