στρατόπεδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρατόπεδο τα στρατόπεδα
      γενική του στρατοπέδου
στρατόπεδου
των στρατοπέδων
    αιτιατική το στρατόπεδο τα στρατόπεδα
     κλητική στρατόπεδο στρατόπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατόπεδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατόπεδον < στρατό- + πέδον > -πεδο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾaˈto.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τό‐πε‐δο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατόπεδο ουδέτερο

  1. εγκατάσταση, μόνιμη ή παροδική, που στεγάζει μία ή περισσότερες στρατιωτικές μονάδες
  2. καταυλισμός, τόπος όπου έχει εγκατασταθεί σε σκηνές ένα σύνολο ανθρώπων
    στρατόπεδο προσφύγων
  3. χώρος όπου ζει ένα σύνολο ανθρώπων υπό καθεστώς φρούρησης
    Χιλιάδες Εβραίοι βρήκαν το θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
  4. (μεταφορικά) παράταξη πολιτική, ιδεολογική κλπ
    Ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα των διεκδικητών της αρχηγίας του κόμματος.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις στρατός, πεδίο και πόδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]