στριμωγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριμωγμένος < παθητική μετοχή του στριμώχνω
Μετοχή[επεξεργασία]
στριμωγμένος, στριμωγμένη, στριμωγμένο
- που έχει στριμωχτεί, που είναι συμπιεσμένος, σφηνωμένος
- Είμαι στριμωγμένος στο λεωφορείο τώρα δεν μπορώ να μιλάω στο κινητό σαν τις ψωνάρες
- ...βαρύ κάστρο γύρω γύρω τη βασανισμένη πολιτεία των μεταλλείων, με τα φουγάρα και τα εργοστάσια και με τα στριμωγμένα χαμόσπιτα της αργατιάς (Βάσος Δασκαλάκης για το Λαύριο, "Οι Ξεριζωμένοι")
- (μεταφορικά) που δεν έχει περιθώρια ελιγμών
- Φίλε δεν μπορώ να βοηθήσω, γιατί είμαι πολύ στριμωγμένος οικονομικά
- Ο προϊστάμενος με έχει βάλει στο μάτι και είμαι στριμωγμένος(από δουλειά)