στριμωγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στριμωγμένος η στριμωγμένη το στριμωγμένο
      γενική του στριμωγμένου της στριμωγμένης του στριμωγμένου
    αιτιατική τον στριμωγμένο τη στριμωγμένη το στριμωγμένο
     κλητική στριμωγμένε στριμωγμένη στριμωγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στριμωγμένοι οι στριμωγμένες τα στριμωγμένα
      γενική των στριμωγμένων των στριμωγμένων των στριμωγμένων
    αιτιατική τους στριμωγμένους τις στριμωγμένες τα στριμωγμένα
     κλητική στριμωγμένοι στριμωγμένες στριμωγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στριμωγμένος < παθητική μετοχή του στριμώχνω

Μετοχή[επεξεργασία]

στριμωγμένος, στριμωγμένη, στριμωγμένο

  1. που έχει στριμωχτεί, που είναι συμπιεσμένος, σφηνωμένος
    Είμαι στριμωγμένος στο λεωφορείο τώρα δεν μπορώ να μιλάω στο κινητό σαν τις ψωνάρες
    ...βαρύ κάστρο γύρω γύρω τη βασανισμένη πολιτεία των μεταλλείων, με τα φουγάρα και τα εργοστάσια και με τα στριμωγμένα χαμόσπιτα της αργατιάς (Βάσος Δασκαλάκης για το Λαύριο, "Οι Ξεριζωμένοι")
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει περιθώρια ελιγμών
    Φίλε δεν μπορώ να βοηθήσω, γιατί είμαι πολύ στριμωγμένος οικονομικά
    Ο προϊστάμενος με έχει βάλει στο μάτι και είμαι στριμωγμένος(από δουλειά)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]