στριφτάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στριφτάρι τα στριφτάρια
      γενική του στριφταριού των στριφταριών
    αιτιατική το στριφτάρι τα στριφτάρια
     κλητική στριφτάρι στριφτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στριφτάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Στριφτάρια(2) ψαρέματος

στριφτάρι ουδέτερο

  1. τρόπος εμφάνισης σε πίτες ή άλλα μαγειρεμένα φαγώσιμα
    μπορείς να μου βρεις συνταγές για κοτόπιτα στριφτάρι ή για κολοκυθόπιτα στριφτάρι στο Ίντερνετ;
  2. εξάρτημα που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα με πετονιά που εχει τη δυνατότητα να συστρέφεται και εμποδίζει το μπέρδεμα της
  3. κάθε εξάρτημα που εχει τη δυνατότητα να συστρέφεται και με αυτόν το τρόπο να εμποδίζει το μπέρδεμα καλωδίων, μπετονιάς κλπ.
    αγόρασα ένα στριφτάρι για το ακουστικό του τηλεφώνου και ησύχασα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]