στριφώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριφώνω < μεσαιωνική ελληνική στρίφω
Ρήμα[επεξεργασία]
στριφώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στριφώνω | στρίφωνα | θα στριφώνω | να στριφώνω | στριφώνοντας | |
β' ενικ. | στριφώνεις | στρίφωνες | θα στριφώνεις | να στριφώνεις | στρίφωνε | |
γ' ενικ. | στριφώνει | στρίφωνε | θα στριφώνει | να στριφώνει | ||
α' πληθ. | στριφώνουμε | στριφώναμε | θα στριφώνουμε | να στριφώνουμε | ||
β' πληθ. | στριφώνετε | στριφώνατε | θα στριφώνετε | να στριφώνετε | στριφώνετε | |
γ' πληθ. | στριφώνουν(ε) | στρίφωναν στριφώναν(ε) |
θα στριφώνουν(ε) | να στριφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρίφωσα | θα στριφώσω | να στριφώσω | στριφώσει | ||
β' ενικ. | στρίφωσες | θα στριφώσεις | να στριφώσεις | στρίφωσε | ||
γ' ενικ. | στρίφωσε | θα στριφώσει | να στριφώσει | |||
α' πληθ. | στριφώσαμε | θα στριφώσουμε | να στριφώσουμε | |||
β' πληθ. | στριφώσατε | θα στριφώσετε | να στριφώσετε | στριφώστε | ||
γ' πληθ. | στρίφωσαν στριφώσαν(ε) |
θα στριφώσουν(ε) | να στριφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στριφώσει | είχα στριφώσει | θα έχω στριφώσει | να έχω στριφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στριφώσει | είχες στριφώσει | θα έχεις στριφώσει | να έχεις στριφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στριφώσει | είχε στριφώσει | θα έχει στριφώσει | να έχει στριφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στριφώσει | είχαμε στριφώσει | θα έχουμε στριφώσει | να έχουμε στριφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στριφώσει | είχατε στριφώσει | θα έχετε στριφώσει | να έχετε στριφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στριφώσει | είχαν στριφώσει | θα έχουν στριφώσει | να έχουν στριφώσει |
|