στυλογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στυλογράφος οι στυλογράφοι
      γενική του στυλογράφου των στυλογράφων
    αιτιατική τον στυλογράφο τους στυλογράφους
     κλητική στυλογράφε στυλογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στυλογράφος < στυλό + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στυλογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]