συβαριτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συβαριτισμός οι συβαριτισμοί
      γενική του συβαριτισμού των συβαριτισμών
    αιτιατική τον συβαριτισμό τους συβαριτισμούς
     κλητική συβαριτισμέ συβαριτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συβαριτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sybaritisme < sybarite < αρχαία ελληνική Συβαρίτης (κάτοικος της πόλης Σύβαρις της Κάτω Ιταλίας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συβαριτισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]