συγκατατίθεμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκατατίθεμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκατατίθεμαι μέση φωνή του συγκατατίθημι[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.ɡa.taˈti.θe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκα‐τα‐τί‐θε‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κα‐τα‐τί‐θε‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκατατίθεμαι, αόρ.: συγκατατέθηκα, μτχ.π.π.: συγκατατεθειμένος (χωρίς ενεργητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατατίθεμαι, συν, κατά και τίθεμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. συγκατάθεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συγκατατίθεμαι