συγκεκριμενοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκεκριμενοποίηση οι συγκεκριμενοποιήσεις
      γενική της συγκεκριμενοποίησης* των συγκεκριμενοποιήσεων
    αιτιατική τη συγκεκριμενοποίηση τις συγκεκριμενοποιήσεις
     κλητική συγκεκριμενοποίηση συγκεκριμενοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκεκριμενοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκεκριμενοποίηση < συγκεκριμένος + ποιώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγκεκριμενοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]