συγχωνεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγχωνεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχωνεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

συγχωνεύομαι, πρτ.: συγχωνευόμουν, στ.μέλλ.: θα συγχωνευτώ και συγχωνευθώ, αόρ.: συγχωνεύτηκα και συγχωνεύθηκα, μτχ.π.π.: συγχωνευμένος

  • ενοποιούμαι μαζί με άλλα όμοια στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]