συγχύζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγχύζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχύζω < σύγχυση < αρχαία ελληνική σύγχυσις < συγχέω

Ρήμα[επεξεργασία]

συγχύζομαι, πρτ.: συγχυζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα συγχυστώ, αόρ.: συγχύστηκα, μτχ.π.π.: συγχυσμένος

  1. ταράζομαι τόσο πολύ που τα χάνω, νιώθω σύγχυση, με συγχύζει κάποιος ή κάτι
    Δεν φαντάζεσαι πόσο συγχύστηκα χτες το βράδυ που έμαθα ότι ο γαμπρός μας χαστούκισε την κόρη μας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]