συλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συλλέκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συλλέκτης
- (για τον άνθρωπο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική collectionneur
- (για το αντικείμενο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική collecteur[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈle.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λέ‐κτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συλλέκτης αρσενικό (θηλυκό συλλέκτρια)
- κάτι ή κάποιος που συλλέγει
- πρόσωπο που μαζεύει πράγματα
- (επάγγελμα) επαγγελματικά
- συλλέκτης καρπών
- ερασιτεχνικά ή για χόμπι
- συλλέκτης δίσκων βινυλίου
- (επάγγελμα) επαγγελματικά
- αντικείμενο ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για συλλογή
- ηλιακός συλλέκτης
- συλλέκτης λυμάτων
- πρόσωπο που μαζεύει πράγματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συλλέκτρια
- → δείτε τη λέξη συλλέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συλλέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)