συμβιβαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβιβαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβιβαστικός (αυτός που συμφιλιώνει)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siɱ.vi.va.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βι‐βα‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
συμβιβαστικός, -ή, -ό
- που τείνει προς το συμβιβασμό
- που περιέχει ή αποσκοπεί στο συμβιβασμό
- ↪ μια συμβιβαστική πρόταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμβιβαστικά
- → δείτε τη λέξη συμβιβάζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβιβαστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)