συμβιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβιόω / συμβι(ῶ) + -ώνω < σύν (συμ-) + βίος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɱ.viˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βι‐ώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμβιώνω, αόρ.: συμβίωσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. βιώνω / ζω μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους, ή στην ίδια κατοικία ή στο ίδιο περιβάλλον
    → δείτε τη λέξη συγκατοικώ
  2. (κατ’ επέκταση) συνυπάρχω με άλλους ανθρώπους σε οργανωμένη κοινωνία
  3. (βιολογία) συνυπάρχω με άλλους οργανισμούς διαφορετικών ειδών

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν, βιώνω και βίος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]