συμβολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συμβολοποιώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβολίζω < σύμβολ(ο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symboliser) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɱ.voˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βο‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμβολίζω, αόρ.: συμβόλισα, παθ.φωνή: συμβολίζομαι, π.αόρ.: συμβολίστηκα, μτχ.π.π.: συμβολισμένος

  1. εκφράζω με ένα σύμβολο
  2. είμαι το σύμβολο μιας ιδέας

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις σύμβολο, συν και βάλλω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]