συμπλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπλέω < αρχαία ελληνική συμπλέω < σύν + πλέω
Ρήμα[επεξεργασία]
συμπλέω
- (κυριολεκτικά) (για πλοίο) πλέω προς την ίδια κατεύθυνση μαζί με άλλο πλοίο
- (μεταφορικά) συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη ή απόψεις