συμφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφέρω < αρχαία ελληνική συμφέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμφέρω

  1. είμαι προς το συμφέρον κάποιου, είμαι ωφέλιμος
    δεν μας συμφέρει η πρότασή σας
  2. (απρόσωπο) είναι καλύτερο να, είναι ωφέλιμο να
    συμφέρει να κόψουμε δρόμο από εδώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφέρω < σύν + φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμφέρω

  1. συγκεντρώνω, φέρνω μαζί
  2. φέρνω ωφέλεια, συμφέρω
  3. συμφωνώ με κάποιον
  4. ταιριάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]