συμφεροντολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμφεροντολογικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
συμφεροντολογικός
- που εξυπηρετεί το συμφέρον
συμφεροντολογικός