συνέρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνέρχομαι < αρχαία ελληνική συνέρχομαι < σύν + ἔρχομαι.
- (Σημασία: αναρρώνω): (σημασιολογικό δάνειο) τα γαλλικά revenir à soi
Ρήμα[επεξεργασία]
συνέρχομαι (αποθετικό ρήμα), αόριστος: συνήλθα
- έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο τόπο με ένα κοινό σκοπό, συγκεντρώνομαι
- συνεδριάζω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το δικαίωμα του συνέρχεσθαι: το δικαίωμα των πολιτών να συγκεντρώνονται ειρηνικά για να εκφράσουν τις απόψεις τους
Ρήμα[επεξεργασία]
συνέρχομαι αόριστος: συνήλθα, συνήρθα
- ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου μετά από λιποθυμία
- αναρρώνω μετά από ασθένεια
- ξαναβρίσκω τη διαύγεια, την ηρεμία μου
- Σύνελθε! (= Ηρέμησε!)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνέρχομαι
|