συναρμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συναρμολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναρμολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναρμολογέω / συναρμολογῶ < συν- + ἁρμολογέω / ἁρμολογῶ < αρχαία ελληνική ἁρμός < ἀραρίσκω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ναρ‐μο‐λο‐γώ
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐αρ‐μο‐λο‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συναρμολογώ, αόρ.: συναρμολόγησα, παθ.φωνή: συναρμολογούμαι, π.αόρ.: συναρμολογήθηκα, μτχ.π.π.: συναρμολογημένος

  1. συνταιριάζω και συνδέω τα κομμάτια ή τμήματα ενός πράγματος / αντικειμένου, ώστε να το καταστήσω ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό (και αρμονικό) σύνολο
     συνώνυμα: μοντάρω, συναρμόζω
  2. (μεταφορικά) συνδυάζω, συσχετίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν, αρμολογώ, αρμός και λέγω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]