συναρτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συναρτώ, μέση φωνή συναρτώμαι
- συνδέω ένα στοιχείο με κάποιο άλλο, το συσχετίζω αλλά με εξάρτηση (αν γίνει το Β, τότε θα γίνει το Α), συνάπτω δύο ή περισσότερα στοιχεία, τα εμπλέκω, τα συμπλέκω, τα αντιστοιχίζω
- συναρτά το χαρτζιλίκι μου με τους βαθμούς που θα πάρω!