συναυτοκράτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συναυτοκράτορας | οι | συναυτοκράτορες |
γενική | του | συναυτοκράτορα | των | συναυτοκρατόρων |
αιτιατική | τον | συναυτοκράτορα | τους | συναυτοκράτορες |
κλητική | συναυτοκράτορα | συναυτοκράτορες | ||
Δείτε επίσης, «συναυτοκράτωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναυτοκράτορας < συν- + αυτοκράτορας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναυτοκράτορας αρσενικό
- αυτοκράτορας που βασιλεύει μαζί με άλλον