συνδετικό ρήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδετικό ρήμα < → δείτε τις λέξεις συνδετικός και ρήμα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
συνδετικό ρήμα
- (γραμματική) το ρήμα που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδετικό ρήμα