συνδετικό ρήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδετικό ρήμα < → δείτε τις λέξεις συνδετικός και ρήμα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

συνδετικό ρήμα

  1. (γραμματική) το ρήμα που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο
    τα κυριότερα συνδετικά ρήματα είναι το είμαι, το γίνομαι και το φαίνομαι
    σε κάποιες γλώσσες όπως τα τουρκικά το συνδετικό ρήμα αντικαθίσταται από ένα επίθημα που προστίθεται στο κατηγορούμενο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]