συνδημότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδημότης οι συνδημότες
      γενική του συνδημότη των συνδημοτών
    αιτιατική τον συνδημότη τους συνδημότες
     κλητική συνδημότη συνδημότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδημότης συν- + δημότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνδημότης αρσενικό

  • αυτός που είναι από τον ίδιο δήμο
    ※  Τότε και μόνο τότε θα αισθάνομαι περήφανος, γιατί θα έχει αξιολογηθεί η χρησιμότητά μου και η αποτελεσματικότητα της δουλειάς μου στη βελτίωση της ζωής όλων των συνδημοτών μου ([1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]