συνδικαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.ði.ka.liˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐κα‐λι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
συνδικαλισμένος, -η, -ο
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος συνδικαλίζομαι ή μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνδικαλίζω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδικαλισμένος
|