συνδυασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδυασμός οι συνδυασμοί
      γενική του συνδυασμού των συνδυασμών
    αιτιατική τον συνδυασμό τους συνδυασμούς
     κλητική συνδυασμέ συνδυασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδυασμός < αρχαία ελληνική συνδυασμός < συνδυάζω < σύν + δυάζω < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική combinaison ή αγγλική combination)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sin.ði.aˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνδυασμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]